- διαιωνίζει
- διαιωνίζωperpetuatepres ind mp 2nd sgδιαιωνίζωperpetuatepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με … Dictionary of Greek
Μπούχενβαλντ — Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιπάλων του ναζισμού ΒΔ της Βαϊμάρης. Πρόσφερε εργατικό δυναμικό σε πολυάριθμα συνεργεία που εργάζονταν για τη γερμανική βιομηχανία και, ιδιαίτερα, στα υπόγεια εργοστάσια του Ντόρα, τα οποία κατασκεύαζαν τα… … Dictionary of Greek